δύσμουσος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, A = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).
German (Pape)
[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.
Spanish (DGE)
-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).
Greek Monolingual
δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.
Greek Monotonic
δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δύσμουσος: нелюбимый музами (αὐλός Anth.).