θύον
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
[ῠ], τό, (θύω A)
A thyine-wood, citron-wood, Callitris quadrivalvis, Od.5.60, Thphr.HP5.3.7, BCH6.26(Delos, ii B.C.), Moschio ap.Ath. 5.207e, Plin.HN13.100, Ael.VH5.6; cf. θυία, θύα. II = θύος, in pl. θύα, τά, burnt-offerings or incense, Sapph.Supp.8.2, prob. in IG5(1). p.vii (Delos, v B.C.), Pi.Fr.129.7 (θύματα codd. Plu.), BCH37.195 (Chios, iv B.C.), SIG1003.10(Priene, ii B.C.), D.P.936, EM457.6.
German (Pape)
[Seite 1226] τό (θύω), 1) ein Baum, dessen Holz wegen seines Wohlgeruchs verbrannt wurde, Od. 5, 59; nach Theophr. aus Libyen (s. θυΐα). Sein Holz wurde zu kostbaren Sachen, bes. beim Bau von Tempeln verwandt, Ath. V, 207 e. – 2) = Folgdm, Opfergabe, Opferkuchen; Pind. frg. 95; D. Per. 936.
Greek (Liddell-Scott)
θύον: τό, (θύω) δένδρον, τοῦ ὁποίου τὸ ξύλον ἐκαίετο ὡς ἀρωματικόν, Ὀδ. Ε. 60· ὡσαύτως ἐν χρήσει εἰς πολυτελῆ ἔργα, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207 Ε, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 5. 6· πιθαν. Το αὐτὸ τῷ θυία, ἴδε τὴν λέξ. ΙΙ. = θύος, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. θύα, τὰ, πλακούντια, θυμίαμα κτλ., Πίνδ. Ἀποσπ. 95. 7· διάφ. γραφ. παρ’ Εὐπόλ. (ἴδε το ἑπόμ.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
arbre odoriférant.
Étymologie: θύος.
English (Autenrieth)
a tree with fragrant wood, arbor-vitae, Od. 5.60†.
Greek Monolingual
θύον, τὸ (Α)
1. δένδρο του οποίου το ξύλο καιγόταν ως αρωματικό ή με το οποίο κατασκεύαζαν πολυτελή αντικείμενα
2. (ιδίως στον πληθ.) τὰ θύα
θρησκευτικές προσφορές, πλακούντια, θυμίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (I). Η αρχική σημασία είναι «αρωματικό ξύλο», εξελίχθηκε όμως σε «προσφορά θρησκευτική»].
Greek Monotonic
θύον: τό (θύω Α), ένα δέντρο του οποίου το ξύλο όταν καιγόταν ευωδίαζε, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
θύον: τό
1) туя (дерево, душистая древесина которого употреблялась для культовых курений): ὀδμὴ εὐκεάτοιο θύου Hom. запах (от горения) легко колющейся туи;
2) преимущ. pl. благовонное курение, фимиам или жертвенный пирог, жертва Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of a tree, of which the wood was burned for its good fragrance, life-tree (ε 60, hell.). Callitris quadrivalvis. DELG also gives Juniperus foetidissimus (s.v. θύω 2).
Other forms: Also θυία, θύα?
Derivatives: θυῖον resin (Thphr.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One suggests a primary deriv. of 2. θύω; cf. Wackernagel Syntax 2, 17. S. 2. θύω. The relation of these forms is not clear to me; it seems not very probable that two distinct trees had nearly identical names.
Middle Liddell
θύον, ου, τό, [θύω1]
a tree, the wood of which was burnt as a perfume, Od.
Frisk Etymology German
θύον: {thúon}
Grammar: n.
Meaning: N. eines Baumes, dessen Holz wegen seines Wohlgeruchs verbrannt wurde, Lebensbaum (ε 60, hell. u. spät).
Etymology : Primäre Ableitung von 2. θύω, wohl eig. vom Holz; vgl. Wackernagel Syntax 2, 17. Vgl. θυία, θύα s. 2. θύω.
Page 1,694