παραστάτις

From LSJ
Revision as of 11:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστάτῐς Medium diacritics: παραστάτις Low diacritics: παραστάτις Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΣ
Transliteration A: parastátis Transliteration B: parastatis Transliteration C: parastatis Beta Code: parasta/tis

English (LSJ)

[στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;

   A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc.    II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. τοῦ παραστάτης, Σοφ. Τρ. 889· βοηθός, ἐπίκουρος, ἀντιλήπτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 559, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
femme ou déesse qui prête secours ou assistance.
Étymologie: παραστάτης.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό.

Greek Monotonic

παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραστάτις: ῐδος (τᾰ) ἡ
1) стоящая рядом: ἐπεῖδον, ὡς δὴ πλησία π. Soph. я видела, ибо стояла тут же рядом;
2) помощница, защитница Soph., Xen.

Middle Liddell

παραστάτις, ιδος, [fem. of παραστάτης
a helper, assistant, Soph., Xen.

Chinese

原文音譯:prost£tij 普羅-士他提士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:前-站者
字義溯源:幫助者,幫助,女資助者,女保護者,監護人,勇士;源自(προΐστημι)=管理);由(πρό)*=前)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 幫助過(1) 羅16:2