συμφερόντως

From LSJ
Revision as of 09:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφερόντως Medium diacritics: συμφερόντως Low diacritics: συμφερόντως Capitals: ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΣ
Transliteration A: sympheróntōs Transliteration B: sympherontōs Transliteration C: symferontos Beta Code: sumfero/ntws

English (LSJ)

Adv. pres. part. (συμφέρω),

   A profitably, τινι Antipho Soph.Oxy.1364.15 (ξυμ-), Pl.Lg.662a, Isoc.2.25, cf. X.Mem.1.2.50, IG12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε σ. on no plea either of justice or expediency, Antipho 2.1.9; σ. ἔχει Isoc.8.137, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.45.

German (Pape)

[Seite 991] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμφερόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ συμφέρω, ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· οὔτε δικαίως οὔτε σ., οὔτε λόγῳ δικαιοσύνης, οὔτε λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avantageusement.
Étymologie: συμφέρον.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.

Greek Monotonic

συμφερόντως: επίρρ. από μτχ. ενεστ., όπως συμφέρει, επικερδώς, επωφελώς, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φερόντως Att. ook ξυμφερόντως [συμφέρω] adv. op een manier die nuttig of voordelig is:. σ. ἔχει het is nuttig of voordelig Aristot. Pol. 1270b20.

Russian (Dvoretsky)

συμφερόντως: с пользой, с выгодой (τινί Isocr., Plat.; πράττειν Arst.).

Middle Liddell

[adverb from part. pres. of συμφέρω
profitably, Isocr.

English (Woodhouse)

beneficially

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search