τράγημα

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγημα Medium diacritics: τράγημα Low diacritics: τράγημα Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑ
Transliteration A: trágēma Transliteration B: tragēma Transliteration C: tragima Beta Code: tra/ghma

English (LSJ)

[ᾰγ], ατος, τό, mostly in pl.,

   A like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach.1091, Ra.510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.; ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr.104; κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4; κάρυα καὶ . . καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου . . καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20 (ii B. C.); καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R.372c: metaph., Lyc.Fr.3; τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 1132] τό, Knupperwerk, zum Nachtisch gegeben, Nüsse, Mandeln, Zuckergebäck, dragées; meist im plur.; Ar. Ach. 1056 Plut. 190. 996; Xen. An. 2, 3, 15. 5, 3, 9; Plat. Rep. II, 372 c; auch übtr., τραγήματα τῶν λόγων, D. Hal. rhet. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

τράγημα: [ᾰ], τό, κυρίως, τὸ χάριν τέρψεως τρωγόμενον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὰ τρωγάλια, ξηροὶ καρποὶ ἐσθιόμενοι μετὰ τὴν κυρίαν τροφήν, ὡς ἐπιδόρπια, Λατ. bellaria, Γαλλ. dra?ées, Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1091, Βάτρ. 510, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· καλοῦνται καὶ δευτέρα τράπεζα, Ἀριστ. Ἀποσπάσμ. 100, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· κάρυα καὶ τρ. Κλέαρχ. ἐν «Πανδρόσῳ» 1· κάρυα καί... καστάναια καὶ κυάμους Αἰγυπτίους... καὶ εἴ τινα ἄλλα τρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123, 20· καὶ τρ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Πλάτ. Πολ. 372C· - μεταφορ., τ. τῶν λόγων Διον. Ἁλ. π. Ῥητ. σελ. 393· - σπάν. ἐν τῷ ἑνικ., Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκῳ» 1, Δίφιλ. ἐν «Τελεσίᾳ» 1, Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
friandise de dessert, régal.
Étymologie: τραγεῖν.

Spanish

golosinas

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τράγιμα Α
1. επιδόρπιο
2. (κυρίως στον πληθ.) τα τραγήματα
ξηροί καρποί που συνήθως τρώγονται μετά το κυρίως φαγητό, τρωγάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραγ- του τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) + κατάλ. -ημα (πρβλ. πάθ-ημα, στέργ-ημα)].

Greek Monotonic

τράγημα: [ᾰ], -ατος, τό, κυρίως αυτό που τρώγεται χάριν τέρψης, συνηθέστερα στον πληθ., ξηροί καρποί ή ζαχαρωτά, που τρώγονταν ως επιδόρπιο, Λατ. bellana, σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τράγημα: ατος (ρᾰ) τό преимущ. pl. лакомство, тж. десертное блюдо Arph., Xen., Plat., Diog. L.

Middle Liddell

τρά˘γημα, ατος, τό,
properly that which is eaten for eating's sake, mostly in pl., dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Lat. bellaria, Ar., Xen.