τρισόλβιος

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισόλβιος Medium diacritics: τρισόλβιος Low diacritics: τρισόλβιος Capitals: ΤΡΙΣΟΛΒΙΟΣ
Transliteration A: trisólbios Transliteration B: trisolbios Transliteration C: trisolvios Beta Code: triso/lbios

English (LSJ)

ον,

   A thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].

Greek Monotonic

τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-όλβιος -ον, ook los τρὶς ὄλβιος driewerf welvarend, driewerf gelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσόλβιος: Soph., Arph., Luc., Anth. = τρισευδαίμων.

Middle Liddell

τρῐσ-όλβιος, ον,
thrice happy or fortunate, Anth.