ψηλάφημα
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ατος, τό, A touch, Ph.1.597; caress, X.Smp.8.23.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ψηλάφημα: τό, ψηλάφησις, «πασπάτευμα», Φίλων 1. 597· θωπεία, «χάϊδευμα», Ξεν. Συμπ. 8. 23.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
attouchement.
Étymologie: ψηλαφάω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ ψηλαφώ
1. η ψηλάφηση
2. θωπεία, χάιδεμα.
Greek Monotonic
ψηλάφημα: -ατος, τό, άγγιγμα, χάδι, ψηλάφηση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ψηλάφημα: ατος τό ощупывание, касание, прикосновение Xen.