εἰκονισμός
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ,
A delineation, description, Plu.2.54b. II registered description of individuals for purposes of census, PRyl.161.15 (i A. D.), PLond.ined. 2196 (i A. D.), etc.; term used by publicani, Sen.Ep.95 (pl.).
German (Pape)
[Seite 726] ὁ, das Nachbilden, Abbildung, Plut. ad. et am. discr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονισμός: ὁ, ἀπεικόνισις, διατύπωσις, Λατ. effictio, Πλούτ. 2. 54Β, Σενέκ. Ἐπιστ. 95.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
représentation, image, portrait.
Étymologie: εἰκονίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 en cont. literario descripción παρασίτου γὰρ ὁ τοιοῦτος εἰ. ἐστι Plu.2.54b, como figura ret., Plb.Rh.108.10.
2 representación, imagen ὁ τοῦ νοῦ εἰ. de la inteligencia humana en relación con la divina, Clem.Al.Strom.6.9.72.
3 admin. filiación, verificación de la identidad gener. para la elaboración del censo, c. propósitos fiscales μαρτύρων ... ὧν τὰ ὀνόματα καὶ οἱ εἰκονισμοὶ ἑξῆς δηλοῦνται Stud.Pal.20.35.15 (III d.C.), cf. POsl.110.15 (II d.C.), ἀπογραφὴ εἰκονισμοῦ PRyl.161.15 (I d.C.), SB 10571.16 (II d.C.), PHamb.15.12 (III d.C.), cf. SB 9572.11 (I d.C.), Seneca Ep.95.66.
Greek Monolingual
ο (AM εἰκονισμός)
απεικόνιση, περιγραφή
αρχ.
περιγραφή ατόμων σε καταλόγους απογραφής.
Russian (Dvoretsky)
εἰκονισμός: ὁ Plut. = εἰκών 1.