εὔστομος

Revision as of 10:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, (στόμα)

   A with mouth of good size, of dogs, X.Cyn.4.2; of horses, εὔ. τῷ χαλινῷ well-bitted, opp. ἄστομος, Plu.2.39a.    2 with large mouth, of cups, Luc.Lex. 7; of a harbour, Poll.1.100.    3 easy to keep open, of a vein, Aret. CA2.2.    II speaking well, eloquent, AP14.10.8 (Comp.), Ptol. Tetr.166; making eloquent, λάγυνος AP9.229 (Marc.Arg.). Adv. -μως with clear utterance, Ael.NA4.42: Sup. -ώτατα ib.13.18; melodiously, ib.1.43; ᾖδον Aristaenet.2.19.    2 like εὔφημος, avoiding words of ill omen, and so, keeping silence, περὶ μὲν τούτων… μοι… εὔστομα κείσθω on these things… let me keep a religious silence, Hdt. 2.171, cf. Ael.NA14.28, Porph.Abst.2.36; εὔστομ' ἔχε peace, be still! S.Ph.201 (lyr.).    III pleasant to the mouth, palatable, Thphr.HP 2.6.10 (Comp.),4.3.4, Sor.1.94, Dsc.1.110 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1099] 1) mit schönem, gutem Munde, ἵππος εὔστομος χαλινῷ, ein gutmäntig Pferd, das nicht hart-, noch weichmäulig ist, Plut. de audit. 3; κύνες, mit gutem Gebiß, Ggstz ἄστομος, Xen. Cyn. 4, 2; mit großer Oeffnung, von Bechern, Luc. Lexiph. 7; von einem Hafen, Poll. 1, 100. – Bei Hesych. = εὐπρόσωπος. – 21 schön redend, beredt, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); vom Papagei sagt Ael., daß er ἀνθρώπου στόμα εὐστομώτατα ὑποκρίνεται, H. A. 13, 18; φωνὴ ὀρνίθων 16, 2. – Bes. Worte von guter Vorbedeutung sprechend, dah. εὔστομ' ἔχε = εὐφήμει, sage Nichts von übler Vorbedeutung, schweige, Soph. Phil. 201; ταῦτά μοι εὔστομα ἔστω, περὶ τούτων μοι εὔστομα κείσθω, davon will ich schweigen, Her. 2, 171; τά γε παρ' ἐμοῦ ἔστω πρὸς θεοὺς εὔστομα, mit Ehrfurcht gegen die Götter gesprochen, Ael. N. A. 14, 28 E.; vgl. Piers. zu Moeris p. 475. – 31 dem Munde angenehm, wohlschmeckend, Theophr. u. Sp. – Adv. wohlsprechend, wohllautend, ᾐδον Aristaen. 2, 19; Ael. u. a. Sp., superl., Ael. N. A. 1, 43, öfter von Vögeln.

Greek (Liddell-Scott)

εὔστομος: -ον, (στόμα) ἔχων στόμα εὐμέγεθες, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππου, εὔστ. τῷ χαλινῷ, ὁ ἄνευ δυσκολίας δεχόμενος τὸν χαλινόν, εὐάγωγος, ἀντίθετον τῷ ἄστομος, Πλουτ. 2. 39Α· ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Λουκ. Λεξιφ. 7. ΙΙ. καλλιεπὴς, εὐφραδής, Ἀνθ. Π. 14. 10· ἐπὶ οἰνηροῦ λαγήνου, ὁ καθιστῶν τινα εὔγλωττον, αὐτόθι 9. 229· ἐπὶ πτηνῶν, ἡδέως ᾄδων, ᾠδικός, Αἰλ. π. Ζ. 13. 18. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ καθαρὰν προφοράν, αὐτόθι 4. 42· Ὑπερθ. -ώτατα, αὐτόθι 13. 18· μελῳδικότατα, αὐτόθι 1. 43. 2) ὡς τὸ εὔφημος, ὁ ἀποφεύγων τὰς δυσοιώνους λέξεις καὶ οὕτω τηρῶν σιγήν, περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω, περὶ τούτων τῶν πραγμάτων ἂς τηρήσω θρησκευτικὴν σιγήν, Ἡρόδ. 2. 171, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 28, ἐν τέλει· εὔστομ’ ἔχε, σιώπα, σῖγα, Σοφ. Φιλ. 201. ΙΙΙ. εὐάρεστος εἰς τὸ στόμα, ἀφίνων εἰς αὐτὸ καλὴν γεῦσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont la bouche est docile (au frein);
2 à la large ouverture ou à larges bords (coupe);
3 fig. qui parle bien ; en parl. d’oiseaux qui chante bien;
4 qui prononce des paroles de bon augure ; qui garde un silence religieux (cf. εὐφημέω) : εὔστομ’ ἔχε SOPH silence ! περὶ τούτων εὔστομα κείσθω HDT que sur cela s’étende un religieux silence.
Étymologie: εὖ, στόμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστομος, -ον)
ευφραδής, εύγλωττος
αρχ.
1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.)
2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο
3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη είσοδο («εὐστόμων ἐπιτύχωμεν λιμένων», Θεοδώρ.)
4. (για άλογα) εκείνο που υπομένει εύκολα («εὐστόμους τῷ χαλινῷ», Πλούτ.)
5. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο
6. (για πουλιά) αυτός που κελαηδά γλυκά
7. αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις και τηρεί θρησκευτική σιγή, αυτός που σιωπά («περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω» — γι' αυτά τα πράγματα ας κρατήσω κλειστό το στόμα μου, Ηρόδ.)
8. φρ. «εὔστομ' ἔχε» — σώπα, μη μιλάς
9. ευχάριστος στο στόμα, γευστικός, νόστιμος.
επίρρ...
εὐστόμως (Α)
1. με καθαρή φωνή
2. μελωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, μεγαλό-στομος].

Greek Monotonic

εὔστομος: -ον (στόμα),
I. αυτός που έχει στόμα κανονικού μεγέθους, λέγεται για σκυλιά, σε Ξεν.
II. 1. αυτός που μιλάει καλά, ευφραδής, σε Ανθ.· λέγεται για ποτήρι κρασί, αυτό που λύνει τη γλώσσα, στον ίδ.
2. όπως το εὔφημος, αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις, περὶ τούτων εὔστομα κείσθω, για αυτά τα πράγματα άσε με να τηρήσω θρησκευτική σιωπή, σε Ηρόδ.· εὔστομ' ἔχε, σώπασε! ησύχασε!, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔστομος:
1) с крепкой хваткой (κύνες Xen.);
2) с послушным ртом: ἵππος εὔ. τῷ χαλινῷ Plut. лошадь, повинующаяся узде;
3) широкогорлый (ποτήρια Luc.);
4) красноречивый (φύσις τινός Anth.);
5) шутл. делающий красноречивым, развязывающий язык (λάγυνος Anth.);
6) воздерживающийся от неподобающих слов, т. е. хранящий благоговейное молчание: περὶ τούτων μοι εὔστομα κείσθω Her. об этих (египетских мистериях) я (благоговейно) умолчу; εὔστομ᾽ ἔχε! Soph. (за)молчи! тише!

Middle Liddell

εὔ-στομος, ον στόμα
I. with mouth of good size, of dogs, Xen.
II. speaking well, eloquent, Anth.; of the cup, making eloquent, Anth.
2. like εὔφημος, avoiding words of ill omen, περὶ τούτων εὔστομα κείσθω on these things let me keep a religious silence, Hdt.; εὔστομ' ἔχε peace, be still! Soph.