ἀσέληνος

From LSJ
Revision as of 15:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσέληνος Medium diacritics: ἀσέληνος Low diacritics: ασέληνος Capitals: ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: asélēnos Transliteration B: aselēnos Transliteration C: aselinos Beta Code: a)se/lhnos

English (LSJ)

ον,    A moonless, νύξ Th.3.22, cf. Plb.7.16.3, App.BC5.114.

German (Pape)

[Seite 369] νύξ, mondlos, finster, Anacr. 31, 12: Thuc. 3, 22; Pol. 7, 16, 3; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσέληνος: -ον, ὁ ἄνευ σελήνης, νὺξ Θουκ. 3. 22, πρβλ. Πολύβ. 7. 16, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans lune.
Étymologie: ἀ, σελήνη.

Spanish (DGE)

-ον
sin luna νύξ Th.3.22, Aen.Tact.18.13, Plb.7.16.3, D.S.11.61, App.BC 5.114, D.C.40.25.4, Polyaen.6.27.1, Iambl.Fr.12, Anacreont.33.12, Tz.Comm.Ar.1.120.3, τόποι Nic.Fr.Hist.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσέληνος, -ον)
αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης, ο σκοτεινός («νὺξ ἀσέληνος»
«ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας»).

Greek Monotonic

ἀσέληνος: -ον (σελήνη), αυτός που δεν έχει φεγγάρι, ασέληνος, νύξ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσέληνος: безлунный (νύξ Anacr., Thuc., Polyb., Plut.).

Middle Liddell

σελήνη
moonless, νύξ Thuc.