δίδαγμα

From LSJ
Revision as of 17:46, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίδαγμα Medium diacritics: δίδαγμα Low diacritics: δίδαγμα Capitals: ΔΙΔΑΓΜΑ
Transliteration A: dídagma Transliteration B: didagma Transliteration C: didagma Beta Code: di/dagma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό,    A lesson, instruction, Hp.Fract.1, Ar.Nu.668, X.Eq.9.10, Pl.Clit.409b, Mosch.Fr.2.7, etc.; χρόνος δ. ποικιλώτατον E.Fr.291; evidence, proof, τινός Plu. Galb.17.

German (Pape)

[Seite 615] τό, Lehre, Unterricht; Ar. Nubb. 668; Plat. Clit. 409 b u. Sp.; das Belehrende, χρόνος δ. ποικιλώτατον Eur. frg. 13.

Greek (Liddell-Scott)

δίδαγμα: -ατος, τό, τὸ διδασκόμενον μάθημα, Ἱππ. Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Νεφ. 668, Ξεν. Ἱππ. 9, 10, Πλάτ. Κλειτοφ. 409Β· χρόνος δ. ποικιλώτατον Εὐρ. Ἀποσπ. 293.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
leçon.
Étymologie: διδάσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ῐ-]
1 enseñanza, lección καὶ γὰρ ἄλλων ὀστέων ... δ. ὅδε ὁ λόγος ἐστίν pues este discurso es también una lección sobre otros huesos Hp.Fract.1, διδαγμάτων ἥδιστον εἰσηγήσατο Critias Fr.Trag.19.25, ὁ γὰρ χρόνος δ. ποικιλώτατον E.Fr.291, cf. Ar.Nu.668, Pl.Clit.409b, X.Eq.9.10, Mosch.6.7, Phld.Mus.4.7.17, Cont.fr.117.12, Attic.2.138, παρὰ Μωυσέως δ. καὶ δόγμα Ph.1.126, cf. 254, τὰ ἀλλήλων διδάγματα παραδέχεσθαι Asoka Edict.8S., τὰ τοῦ Χριστοῦ διδάγματα Iust.Phil.2Apol.2.2, Μουσῶν SEG 32.1608 (Cirene III d.C.), δαιμόνων διδάγματα Amph.Seleuc.54, τῶν ἀποστολικῶν διδαγμάτων ... μνήμην Thdt.M.83.436C, cf. Gr.Naz.M.35.453A.
2 enseñanza, prueba μέγα δ. τοῦ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι Plu.Galb.17.

Greek Monolingual

το (ΑΝ) διδάσκω
μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα του Ευαγγελίου»)
νεοελλ.
1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα»)
2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα της ιστορίας»)
αρχ.
απόδειξη («καὶ προόδους περιῆν μέγα δίδαγμα τοῦ μηδὲν ἄπρακτον εἶναι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

δίδαγμα: -ατος, τό (διδάσκω), διδασκόμενο μάθημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δίδαγμα: ατος τό
1) урок или обучение Arph., Xen., Plat.;
2) наставление, назидание (ὁ χρόνος δ. ποικιλώτατον Eur.).

Middle Liddell

δίδαγμα, ατος, τό, n διδάσκω
a lesson, Ar.