παράκοπος

From LSJ
Revision as of 14:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκοπος Medium diacritics: παράκοπος Low diacritics: παράκοπος Capitals: ΠΑΡΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: parákopos Transliteration B: parakopos Transliteration C: parakopos Beta Code: para/kopos

English (LSJ)

ον, metaph.,    A frenzied, frantic, distraught, A.Pr.581 (lyr.); λῆμα π. E.Ba. 1000 (lyr.) ; π. κινήματα τῆς διανοίας Metrod. Herc.831.2 ; π.διὰ μέθην Sor. 1.39 : c. gen., π. φρενῶν E.Ba.33 ; π. δόξα φρενῶν Tim.Pers.77.    II counterfeit, παράσημοι καὶ π. χλιδαί Ph.1.261.

German (Pape)

[Seite 484] verschlagen, verfälscht, übertr. wahnsinnig; Aesch. Pers. 582; παράκοποι φρενῶν, Eur. Bacch. 33; λύσσῃ παράκοπος, Ar. Thesm. 668.

Greek (Liddell-Scott)

παράκοπος: -ον, μεταφορ. (ἴδε παρακόπτω ΙΙ) παράνους, μαινόμενος, παράφρων, Αἰσχύλ. Πρ. 581· π. φρενῶν Εὐρ. Βάκχ. 33· λύσσῃ π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 668. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’esprit frappé, fou.
Étymologie: παρακόπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α παρακόπτω
1. πλαστός, κίβδηλος, νόθος
2. μτφ. παράφρονας, τρελός.

Greek Monotonic

παράκοπος: -ον (παρακόπτω II), παράφρων, παρανοϊκός, σε Αισχύλ.· επίσης, παράκοπος φρενῶν, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράκοπος -ον [παρακόπτω] waanzinnig; met gen.. παράκοποι φρενῶν geestelijk gestoorden ( lett. van hun verstand beroofd) Eur. Ba. 33.

Russian (Dvoretsky)

παράκοπος: (тж. π. φρενῶν Eur.) помешанный, обезумевший: λύσσῃ π. Arph. охваченный бешенством.

Middle Liddell

παράκοπος, ον, παρακόπτω II]
frenzied, frantic, Aesch.; also, παράκοπος φρενῶν Eur.