δογματικός

From LSJ
Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δογμᾰτικός Medium diacritics: δογματικός Low diacritics: δογματικός Capitals: ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dogmatikós Transliteration B: dogmatikos Transliteration C: dogmatikos Beta Code: dogmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for doctrines, didactic, [διάλογοι] Quint.Inst.2.15.26.    II of persons, δ. ἰατροί physicians who go by general principles, opp. ἐμπειρικοί and μεθοδικοί, Dsc.Ther.Praef., Gal.1.65; in Philosophy, S.E.M.7.1, D.L.9.70, etc.; δ. ὑπολήψεις Id.9.83; δ. φιλοσοφία S.E. P.1.4. Adv. -κῶς D.L.9.74, S.E.P.1.197: Comp. -κώτερον Id.M. 6.4.

German (Pape)

[Seite 651] der Lehrsätze aufstellt und daraus etwas herleitet, damit lehrt, im Ggstz des ἐμπειρικός; auch was in strenger Form eines Lehrsatzes aufgestellt wird, Sext. Emp, Gal. u. Sp. Auch im adv.

Greek (Liddell-Scott)

δογματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς γνώμας, διδακτικός, διάλογοι Κοϊντιλ. 2. 15, 26. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δ. ἰατροί, θεωρητικοί, ἀκολουθοῦντες γενικὰς ἀρχάς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐμπειρικοί, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dogmatique, càd qui se fonde sur des principes.
Étymologie: δόγμα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1doctrinal, sobre principios doctrinales, teórico fil. αἱ σοφιστῶν δογματικαὶ ἔριδες Ph.1.508, de algunos diálogos platónicos, op. ἐλεγκτικός Quint.Inst.2.15.26, χώρα δ. el campo doctrinal como propio del estoico Zenón de Cition, Arr.Epict.3.19.20, ref. la doctrina crist. πραγματεία Clem.Al.Strom.5.1.10, cf. Eus.PE 11 proem.3, (ψαλμός) Eus.M.24.44A, πᾶσα σχεδὸν φωνὴ δ. κακουργεῖσθαι δύναται παρὰ τῶν αἱρετικῶν casi toda palabra de doctrina puede ser tergiversada por los herejes Eust.Mon.Ep.62, instrumenta dogmatica Cassiod.Inst.Diu.1.32.3, λόγος ... ὁ δ. op. ἠθικὸς λόγος Chrys.M.61.669, neutr. sup. como adv., Ph.1.161.
2 basado en principios doctrinales o teóricos, dogmático ὑπολήψεις D.L.9.83, cf. 70, φιλοσοφία δ. op. la empírica o escéptica, S.E.P.1.4, M.11.131, neutr. compar. como adv., S.E.M.6.4.
3 de pers. que limita su enseñanza a principios doctrinales y teóricos οἱ δογματικοὶ τῶν φιλοσόφων o simpl. οἱ δογματικοί los dogmáticos frec. de los estoicos, S.E.P.1.3, M.7.1 passim, cf. Clem.Al.Strom.8.5.16
medic. ἰατροὶ δογματικοί médicos dogmáticos, que practican una medicina basada en principios generales o teóricos op. ἐμπειρικοί, μεθοδικοὶ ἰατροί Dsc.Ther.proem.p.54, Gal.1.65, αἵρεσις Gal.15.205, Marcell. en Eus.Marcell.1.4.
II adv. -ῶς dogmáticamente λέγειν S.E.P.1.197, δ. φιλοσοφεῖν S.E.M.7.291, ἀποφαίνεσθαι S.E.P.1.210, D.L.9.74, ἀποφηνάμενος ὅτι dicho de Platón, Iren.Lugd.Haer.2.33.2, δ. (scribere) op. γυμναστικῶς como género ret., Hier.Ep.49.13, rel. la doctrina crist., Basil.Ep.210.5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δογματικός, -ή, -όν) δόγμα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόγματα (θρησκευτικά, φιλοσοφικά κ.λπ.)
2. (φιλοσ.) αυτός που υποστηρίζει τη βεβαιότητα της γνώσεως τών πραγμάτων («δογματικοί φιλόσοφοι, διάλογοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος του οποίου η διδασκαλία στηρίζεται σε δόγμαδογματική διδασκαλία»)
2. αυτός που δεν δέχεται αντίρρηση, που αποφαίνεται αξιωματικά («δογματικό ύφος»)
3. το θηλ. ως ουσ. η δογματική
ο κλάδος της θεολογίας που εξετάζει συστηματικά τη θεωρητική διδασκαλία για τη χριστιανική πίστη, δηλ. την ουσία, τις ιδιότητες και το τριαδικόν του θεού καθώς επίσης τις σχέσεις και τις ενέργειες του θεού προς τον κόσμο και προς τον άνθρωπο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε «γνώμες», διδακτικός
2. «δογματικός ιατρός» — αυτός που διδάσκει ή ενεργεί σύμφωνα με ορισμένες γενικές αρχές (αντίθετα προς τον εμπειρικό, πρακτικό γιατρό)
3. εκκλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δογματικόν
εκκλησιαστικός ύμνος που αναφέρεται στο δόγμα της Αγ. Τριάδας, της ασπόρου συλλήψεως κ.λπ. («δογματικὸ τῆς Θεοτόκου»).

Russian (Dvoretsky)

δογμᾰτικός:
1) филос. утверждающий возможность теоретического познания (αἱ φιλοσοφίαι τρεῖς εἶναι - δογματική, ἀκαδημαϊκη, σκεπτική Sext.);
2) излагающий учение (διάλογοι Quint.).
II ὁ догматик (философ, исходящий из достоверности человеческого познания) Sext., Diog. L.