ἐπιλαμπρύνω

From LSJ
Revision as of 14:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλαμπρύνω Medium diacritics: ἐπιλαμπρύνω Low diacritics: επιλαμπρύνω Capitals: ΕΠΙΛΑΜΠΡΥΝΩ
Transliteration A: epilamprýnō Transliteration B: epilamprynō Transliteration C: epilampryno Beta Code: e)pilampru/nw

English (LSJ)

   A make splendid, adorn, τὴν οἰκίαν, τὸν οἶκον, Phld.Piet.74, Plu. Lys.30; γένος τιμαῖς D.H.6.41.    2. of sound, make loud and clear, raise high, τὸν ἦχον Id.Comp.14; τὴν φωνήν, of frogs, Plu.2.912c.

German (Pape)

[Seite 956] glänzend, hell machen, schmücken, οἶκον, τράπεζαν, Plut. Lysand. 30 Cleom. 13; γένος τιμαῖς D. Hal. 6, 41. 9, 50; – τὴν φωνήν, die Stimme hell ertönen lassen, Plut. quaest. nat. 2; vgl. D. Hal. C. V. p. 166.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλαμπρύνω: κάμνω τι λαμπρόν, κοσμῶ, τὸν οἶκον Πλουτ. Λύσανδ. 30· γένος τιμαῖς Διον. Ἁλ. 6. 41: - ἐπὶ ἤχου, καθιστῶ αὐτὸν εὐκρινῆ καὶ σαφῆ, οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἦχον ὁ αὐτ. π. Συνθ. σ. 77. 9· ἐπὶ φωνῆς, καθιστῶ αὐτὴν ὀξεῖαν, οἱ βάτραχοι, προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνὴν ὑπὸ χαρᾶς Πλούτ. 2. 912C.

French (Bailly abrégé)

1 rendre brillant, parer, embellir, acc.;
2 rendre clair en parl. du son, de la voix.
Étymologie: ἐπί, λαμπρύνω.

Greek Monolingual

ἐπιλαμπρύνω (Α) λαμπρός
1. κάνω λαμπρό, στολίζω κάτι
2. διευκρινίζω, διασαφίζω («οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἧχον», Διον. Αλ.)
3. (για φωνή) καθιστώ τη φωνή πιο δυνατή («oἱ βάτραχοι προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιλαμπρύνω: μέλ. -ῠνῶ, κάνω κάτι λαμπρό, κοσμώ, στολίζω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλαμπρύνω: (ῡ)1) делать великолепным, разукрашивать (τὸν οἶκον Plut.);
2) делать ясным, чистым: ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνήν Plut. их голос становится звонким.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to make splendid, adorn, Plut.