λάθρῃ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ᾱ], Att. λάθρᾳ, Adv., (λανθάνω)
A secretly, by stealth, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Il.2.515; ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Od.15.430; λάθρῃ κτείναντες treacherously, 17.80; ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.19.165: in Trag. and Att., S.Aj.1137, OT386, Ar.Ra.746, Th.4.39, Pl.R.347b, etc. 2 c. gen., λάθρῃ τινός unknown to one, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.5.269; λάθρῃ τῶν ἄλλων στρατηγῶν Hdt.8.112, cf. 9.90, S.OT787, OC354, Ar.V.347, X.An.1.3.8.—Freq. written λάθρα, λάθρη in codd. and Pap., but λάθραι (i.e. λάθρᾳ) in UPZ19.28 (ii B. C.) and in some of the best codd., as the Laurentian of Sophocles, also in POxy.16 of Th. l. c. (i A. D.):—other forms are λάθρα, h.Cer.240, E.Fr.1132.28; λαθρηδόν, AP7.202 (Anyt.); λαθρηδά, Luc.Cal.21; λαθρηδίς, Hdn.Gr.1.512 (-δως (sic), Cyr.).
Greek (Liddell-Scott)
λάθρῃ: ἢ λάθρη, Ἀττ. λάθρᾱͺ, ἐπίρρ. (√ΛΑΘ, λανθάνω)» - κρυφίως, ἠρέμα, ἡσύχως, ἐπὶ παρανόνων ἢ κρυφίων ἐρώτων, ὁ δέ οἱ παρελέξατο λάθρῃ Ἰλ. Β. 515· ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ Ὀδ. Ο. 430· ἐμέ... λάθρῃ κτείναντες, προδοτικῶς, Ρ. 80· ἀλλά τε λάθρῃ γαῖα βαρύνεται, ἀνεπαισθήτως, Ἰλ. Τ. 165· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σοφ. Αἴ. 1137, Ο. Τ. 386, Ἀριστοφ. Βάτρ. 746, Θουκ. 4. 39, κτλ. 2) μετὰ γεν., λάθρῃ τινός, ἐν ἀγνοίᾳ τινός, λάθρῃ Λαομέδοντος Ἰλ. Ε. 269· λάθρη τῶν ἄλλων στρατηγῶν Ἡρόδ. 8. 112, πρβλ. 9. 90, Σοφ. Ο. Τ. 787, Ο. Κ. 354, Ἀριστοφ. Σφ. 347. - Συνήθως φέρεται λάθρῃ, λάθρα· ἀλλ’ ἐπειδὴ εὑρίσκεται λάθραι (δηλ. λάθρᾳ) ἔν τισι τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. οἷον τὸ Λαυρ. τοῦ Σοφ., τὸν τύπον τοῦτον ἀποκατέστησαν οἱ νεώτατοι ἐκδόται παρὰ τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι καὶ λάθρῃ παρ’ Ὁμ.· - ἕτεροι τύποι ὡσαύτως ὑπάρχουσι: λᾱθρηδόν, Ἀνθ. Π. 7. 202· λαθρηδά, Λουκ. περὶ Διαβολ. 21· λαθρηδίς, Ἰωάνν. Ἀλεξ. 38. 29, Θεόγνωστ. 163. 25· λαθρηιδίῃ, Χρησμ. Σιβ. 3. 139.
French (Bailly abrégé)
v. λάθρᾳ.
English (Autenrieth)
secretly, unbeknown, τινός, ‘to one’; ‘imperceptibly,’ Il. 19.165.
Greek Monotonic
λάθρῃ: Αττ. λάθρᾷ, επίρρ. (λᾰθεῖν),
1. μυστικά, κρυφά, παράνομα, ύπουλα, σε Όμηρ.· λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ανεπαίσθητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, σε Αττ., Σοφ., κ.λπ.
2. με γεν., χωρίς τη γνώση κάποιου, εν αγνοία κάποιου, λάθρῃ Λαομέδοντος, σε Ομήρ. Ιλ.· λάθρῃ τῶν στρατηγῶν, σε Ηρόδ.· ομοίως, σε Αττ.
Russian (Dvoretsky)
λάθρῃ: или λάθρη adv. ион. = λάθρᾳ I и II.
Middle Liddell
[λᾰθεῖν]
1. secretly, covertly, by stealth, treacherously, Hom.; λάθρῃ γυῖα βαρύνεται imperceptibly, Il.; so in attic, Soph., etc.
2. c. gen. without the knowledge of, unknown to, λάθρῃ Λαομέδοντος Il.; λάθρῃ τῶν στρατηγῶν Hdt.; so in attic.