Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσαίων

From LSJ
Revision as of 16:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαίων Medium diacritics: δυσαίων Low diacritics: δυσαίων Capitals: ΔΥΣΑΙΩΝ
Transliteration A: dysaíōn Transliteration B: dysaiōn Transliteration C: dysaion Beta Code: dusai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A most miserable, Trag. only lyr., A.Th.926 (prob.), S.OC151; αἰὼν δ. a life that is no life, E.Hel.213; δ. ὁ βίος Id.Supp.960.

German (Pape)

[Seite 675] ωνος, unglücklich lebend; Soph. O. C. 149 u. sp. D.; αἰών u. βίος δ ., Unglücksleben, Eur. Hel. 214 Suppl. 960.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, διάγων ζωὴν δύσκολον, δυστυχής, Αἰσχύλ. Θήβ. 927 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Κ. 150· αἰὼν δυσαίων, ζωὴ ἀθλία, βίος ἀβίωτος, Εὐρ. Ἑλ. 214· δυσαίων δ’ ὁ βίος ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 960· - πρβλ. ἀβίωτος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
dont la vie est malheureuse, infortunée.
Étymologie: δυσ-, αἰών.

Spanish (DGE)

-ωνος
1 muy desgraciadode Edipo, S.OC 151, αἰών E.Hel.213, ὁ βίος E.Supp.960, μόρος Lyc.1076, χήρη AP 7.475 (Diotim.), οἴμοι δ. ¡ay de mí, desgraciada! Lyc.314.
2 funesto, aciago μοῖρα Milet 6(2).736 (II a.C.).

Greek Monolingual

δυσαίων, ο, η (Α)
δυστυχισμένος («δυσαίων αἰών» — άθλια ζωή).

Greek Monotonic

δυσαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που διάγει δύσκολη ζωή, πλέον δυστυχής, δυστυχισμένος, κακομοίρης, σε Αισχύλ., Σοφ.· αἰὼν δυσαίων, μια ζωή που δεν είναι ζωή, ζωή ψευτοζωή, βίος αβίωτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσαίων: ωνος adj.
1) влачащий тяжелую жизнь, крайне бедствующий (sc. Οἰδίπους Soph.);
2) полный горя, бедственный (βίος, αἰών Eur.).

Middle Liddell

δυσ-αίων, ωνος, n
living a hard life, most miserable, Aesch., Soph.; αἰὼν δυσαίων a life that is no life, Eur.