βροτοστυγής

From LSJ
Revision as of 15:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτοστῠγής Medium diacritics: βροτοστυγής Low diacritics: βροτοστυγής Capitals: ΒΡΟΤΟΣΤΥΓΗΣ
Transliteration A: brotostygḗs Transliteration B: brotostygēs Transliteration C: vrotostygis Beta Code: brotostugh/s

English (LSJ)

ές,

   A hated by men, Γοργόνες A.Pr.799; δνόφοι Id.Ch.51 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ές, den Menschen verhaßt, Aesch. Prom. 800; δνόφος Ch. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βροτοστῠγής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων μισούμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 51.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
odieux aux mortels.
Étymologie: βροτός, στυγέω.

Spanish (DGE)

(βροτοστῠγής) -ές
odiado por los mortales Γοργόνες A.Pr.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.Ch.51.

Greek Monolingual

βροτοστυγής, -ές (Α)
ο μισητός από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»].

Greek Monotonic

βροτοστῠγής: -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βροτοστῠγής: ненавистный людям (Γοργόνες Aesch.).

Middle Liddell

στυγέω
hated by men or man-hating, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτοστυγής -ές βροτός, στυγέω
1. act. stervelingen hatend.
2. pass. door stervelingen gehaat.

English (Woodhouse)

hating mortals

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)