εὔπλωτος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, A favourable to sailing, κῦμα AP10.25 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1089] gut zu beschissen, κῦμα, Antp. Th. 18 IX, 251.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλωτος: -ον, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, κῦμα Ἀνθ. Π. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à une bonne navigation.
Étymologie: εὖ, πλέω.
Greek Monolingual
εὔπλωτος, -ον (Α)
ευνοϊκός για τον πλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»].
Greek Monotonic
εὔπλωτος: -ον, ευνοϊκός, αίσιος, λέγεται για θαλασσινό ταξίδι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλωτος: благоприятствующий плаванию (κῦμα Anth.).
Middle Liddell
εὔ-πλωτος, ον
favourable to sailing, Anth.