θηριοτρόφος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον, (parox.)
A abounding in wild beasts, of a country, Str.2.5.33; keeping wild beasts, Procl.Par.Ptol.250. II proparox., θηριότροφος, ον, Pass., fed on reptiles, Gal.11.143.
German (Pape)
[Seite 1210] wilde Thiere ernährend, hervorbringend, vom Lande, Strab. II, 131 u. Sp.; θηριότροφος, wilde Thiere essend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
θηριοτρόφος: -ον, ἔχων ἄφθονα θηρία, περὶ χώρας, Στράβ. 131· τρέφων ἄγρια θηρία, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 250. 11. ΙΙ. προπαροξ. θηριότροφος, ον, παθ., τρώγων ἄγρια ζῷα καὶ ἐξ αὐτῶν τρεφόμενος, Γαλην. 10. σ. 391.
Greek Monolingual
ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις
αρχ.
ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν ευδαίμων, θηριοτρόφος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, ορνιθο-τρόφος].