κυνάριον

From LSJ
Revision as of 18:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάριον Medium diacritics: κυνάριον Low diacritics: κυνάριον Capitals: ΚΥΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kynárion Transliteration B: kynarion Transliteration C: kynarion Beta Code: kuna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κύων,

   A little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; but κυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84 B.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ κυνίδιον, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit chien, petite chienne.
Étymologie: κύων.

Spanish

figura de un perrito

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of κύων; a puppy: dog.

English (Thayer)

κυναριου, τό (diminutive of κύων, equivalent to κυνίδιον, which Phryn. prefers; see Lob. ad Phryn., p. 180; cf. γυναικάριον), a little dog: Xenophon, Plato, Theophrastus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

το (Α κυνάριον)
σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. -άριον].

Greek Monotonic

κῠνάριον: τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνάριον: (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.

Middle Liddell

κῠνάριον, ου, τό, [Dim. of κύων
a little dog, whelp, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:kun£rion 去那里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:繁多(小)
字義溯源:小狗,狗,家犬;源自(κύων)*=狗)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編
1) 狗(3) 太15:26; 太15:27; 可7:27;
2) 小狗(1) 可7:28