κυλίστρα
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ἡ,
A place for horses to roll in, Poll.1.183, Hippiatr. 5, Sch.Ar.Ra.935; cf. καλίστρα.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίστρα: ἡ, τόπος ἐν ᾧ ἵπποι κυλίονται, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἱππιατρ. 27. 25, Πολυδ. Α΄, 183· πρβλ. κονίστρα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lieu où les chevaux se roulent dans la poussière ou sur l’herbe.
Étymologie: κυλίνδω.
Greek Monolingual
η (AM κυλίστρα) κυλίνδω
ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα
νεοελλ.
επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα
αρχ.
κονίστρα παλαίστρας.
Greek Monotonic
κῠλίστρα: ἡ, χώρος για κύλισμα αλόγων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κῠλίστρα: ἡ место, где катаются по земле лошади Xen.