σίφαρος

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίφᾰρος Medium diacritics: σίφαρος Low diacritics: σίφαρος Capitals: ΣΙΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sípharos Transliteration B: sipharos Transliteration C: sifaros Beta Code: si/faros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,

   A top-sail, ἐπαίρειν τοὺς σ. Arr.Epict.3.2.18, cf. Hsch. s.v. ἐπίδρομον (prob.): cf. σείφαρος. (The Lat. forms are sīparum, sīpharum, from which supparus pl. suppara (name of a garment) is to be distinguished.)

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, bei Arr. Epict. 3, 2 v. l. für σίπαρος.

Greek (Liddell-Scott)

σίφᾰρος: ὁ, Λατ. supparum, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, ἐπαίρειν τοὺς σ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σείφαρος, Α
τριγωνικό ιστίο που υψώνεται πάνω από την πιο ψηλή κεραία του πλοίου
αρχ.
(κυρίως ο τ. σείφαρος) σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με σημιτικό šaperīr, ασσυριακό šuparraru «απλώνω», ενώ, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, προέρχεται από τη λ. φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», με επιτατικό σι- (πρβλ. Σί-συφος)].

Frisk Etymological English

(σεί-)
Grammatical information: m.
Meaning: top-, topgallant sail (Arr.), curtain in the theater (Ephesos).
Other forms: Also σίπαρος (v.l. Arr. Epikt. 3, 2, 18)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. To be rejected Brugmann IF 39, 144: reinforcing σι- (s. Σίσυφος) and φᾶρος, φάρος woven cloth, cloth, garment. Hommel (by letter) thinks of Sem. šaperīr, Assyr. šuparraru spread out. -- Lat. LW [loanword] sīp(h)arum, -rium; cf. W.-Hofmann s. supparum. -- Furnée 163.

Frisk Etymology German

σίφαρος: (σεί-)
{sípharos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Topp-, Bramsegel’ (Arr.), Vorhang im Theater (Ephesos).
Etymology : Technisches Wort ohne Etymologie. Abzulehnen Brugmann IF 39, 144: verstärkendes σι- (s. Σίσυφος) und φᾶρος, φάρος gewebtes Zeug, Tuch, Gewand. Hommel (briefl.) denkt an sem. šaperīr, assyr. šuparraru ausbreiten. — Lat. LW sīp(h)arum, -rium; vgl. W.-Hofmann s. supparum.
Page 2,712