κατακοντίζω
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ, used also by Hdt.9.17:— A shoot down, Id. l.c., Th.8.108, D.18.151, LXXJu.1.15: pf. inf. Pass. κατηκοντίσθαι Phld.Piet.34; θηρία -όμενα Luc.Tox.59.
German (Pape)
[Seite 1355] mit dem Wurfspieß niederwerfen, tödten; Her. 9, 17; Dem. u. Folgde, D. Sic. 16, 31.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 9. 17· καταβάλλω ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.
French (Bailly abrégé)
f. κατακοντιῶ, ao. κατεκόντισα;
abattre ou tuer à coups de javelots.
Étymologie: κατά, ἀκοντίζω.
Greek Monolingual
κατακοντίζω (AM)
πλήττω κάποιον σαν να τὸν χτυπούσα με ακόντιο («θείοις ῥήμασιν ὡς βέλεσι κατηκόντισε», Μηναὶ)
αρχ.
φονεύω με ακόντιο («ὡς κατακοντιέει σφέας», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κατᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, καταβάλλω, καταρρίπτω με ακόντιο, σε Ηρόδ., Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ακοντίζω, neerschieten, doden (met een speer).
Russian (Dvoretsky)
κατᾰκοντίζω: поражать (насмерть) копьями (τινά Her., Thuc., Dem. etc.).