μελαγκευθής

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκευθής Medium diacritics: μελαγκευθής Low diacritics: μελαγκευθής Capitals: ΜΕΛΑΓΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: melankeuthḗs Transliteration B: melankeuthēs Transliteration C: melagkefthis Beta Code: melagkeuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A shrouded in gloom, εἴδωλον B. Fr.25; carrying darkness (i.e. dark rain) in its bosom, νέφος Id.3.55 (prob.l.).

German (Pape)

[Seite 117] ές, im Dunkel verborgen, Bacchyl. frg. 38. Neue's Em. für μελαμβαφής.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκευθής: -ές, ἐνδεδυμένος μέλανα, Βακχυλ. Ἀποσπ. 29 Blass.

Greek Monolingual

μελαγκευθής, -ές (Α)
1. ο κρυμμένος στο σκοτάδι, μαύρος, σκοτεινός («μελαγκευθὲς εἴδωλον ἀνδρός», Βακχυλ.)
2. αυτός που εμπεριέχει μαύρο χρώμα («μελαγκευθὲς νέφος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κευθής (< κεῦθος < κεύθω «κρύβω»), πρβλ. παγ-κευθής].