πομφολύζω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
or πομφολῠγ-ύσσω, A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.
German (Pape)
[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.
Greek (Liddell-Scott)
πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.
French (Bailly abrégé)
s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.
English (Slater)
πομφολύζω
1 well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)
Greek Monolingual
ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].
Greek Monotonic
πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.