παρατριβή

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατρῐβή Medium diacritics: παρατριβή Low diacritics: παρατριβή Capitals: ΠΑΡΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: paratribḗ Transliteration B: paratribē Transliteration C: paratrivi Beta Code: paratribh/

English (LSJ)

ἡ,

   A rubbing against one another, ξύλων Ph.Bybl.2.    2 metaph., friction, ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς Plb.2.36.5 ; αἱ ἐν ἀλλήλοις π. καὶ φιλοτιμίαι Ath.14.626e.    3 by-path, Max.Tyr.39.3.

German (Pape)

[Seite 504] ἡ, das Nebeneinanderreiben, Sp.; auch übertr., Reibung, Streitigkeit, Verfeindung, Pol. 2, 36, 5 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρῐβή: ἡ, πρὸς ἄλληλα τριβή, ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν συνουσία, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. διαπαρατριβή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
frottement ; collision.
Étymologie: παρατρίβω.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ παρατρίβω
τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.)
αρχ.
1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.)
2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση, φιλονικία, λογομαχία («ἐν ύποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῑς», Πολύβ.)
3. παράπλευρος δρόμος, πάροδος.

Russian (Dvoretsky)

παρατρῐβή: ἡ досл. трение, перен. столкновение, вражда (ὑποψίαι καὶ παρατριβαί Polyb.).