λογικεύομαι

From LSJ
Revision as of 11:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκεύομαι Medium diacritics: λογικεύομαι Low diacritics: λογικεύομαι Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: logikeúomai Transliteration B: logikeuomai Transliteration C: logikeyomai Beta Code: logikeu/omai

English (LSJ)

   A to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.

Greek Monolingual

(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.