περιζώστρα

From LSJ
Revision as of 16:08, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ,    A apron, Anaxandr. 69.    II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Greek Monotonic

περιζώστρα: ἡ,
I. ποδιά,
II. κορδέλα, ταινία πλεγμένη γύρω από στεφάνι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

περιζώστρα: ἡ повязка Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιζώστρα -ας, ἡ [περιζώννυμι] lint.

Middle Liddell

περι-ζώστρα, ἡ,
I. an apron.
II. a ribbon twined round a garland, Theocr.