συμφορέω

From LSJ
Revision as of 16:00, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφορέω Medium diacritics: συμφορέω Low diacritics: συμφορέω Capitals: ΣΥΜΦΟΡΕΩ
Transliteration A: symphoréō Transliteration B: symphoreō Transliteration C: symforeo Beta Code: sumfore/w

English (LSJ)

   A = συμφέρω, in the primary sense, bring together, collect, heap up, Hdt. 5.92.ή; τὰ ὀστέα ἐς ἕνα Χῶρον Id.9.83; τὰ Χρήματα ib.81; τὰ γέρρα ib.99; λίθους καὶ ξύλα Th.6.99; εἰς μίαν οἴκησιν πάντα Χρήματα Pl. Lg.805e; πνεῦμα σ. τὴν Χιόνα X.Cyn.8.1; αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας σ. D.18.15; συμπτωμάτων πλῆθος οὐχ ὁμογενῶν Gal.16.811; [λόγους] Luc.Pisc.22:—Med., collect for oneself, Arist.Mir.832a24 (perh. Pass.); of birds building nests, Id.HA559a10:—Pass., to be collected, opp. διαφορεῖσθαι, Pl.Lg.693a, cf. Epicur.Ep.1p.23U.; ἵππος εἰκῇ συμπεφορημένος put together anyhow, Pl.Phdr.253e; καλιὰν ἐκ δένδρων συμπεφορημένην Luc.VH2.40; συμπεφορημένη jumbled together (with a play on συμφορά), Pl.Phlb.64e; join streams, of rivers, A.R.1.39.    2 metaph., συμπεφορημένος, of a person whose philosophy is a jumble of opinions, Epicur.Nat.14.7; cf. συμπεφορημένως.

German (Pape)

[Seite 992] = συμφέρω, zusammentragen, sammeln, anhäufen; Her. 5, 92, 7. 9, 83; Thuc. 6, 99; εἰς μίαν οἴκησιν ξυμφορήσαντες πάντα χρήματα, Plat. Legg. VII, 805 e; εἰκῇ συμπεφορημένος, Phaedr. 253 e; πνεῦμα συμφοροῦν τὴν χιόνα, Xen. Cyn. 8, 1; πρεσβεῖαι συμφοροῦσαι στεφάνους αὐτῷ, Pol. 22, 24, 1; auch αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας, Dem. 18, 15; ἑταιρικὰ διηγήματα, Luc. Amor. 37.

Greek (Liddell-Scott)

συμφορέω: συμφέρω, ἀλλὰ μόνον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας, φέρω ὁμοῦ, συλλέγω, συνάγω, ἐπισωρεύω, τὰ ὀστᾶ ἐς ἕνα χῶρον Ἡρόδ. 5. 92, 7., 9. 83· τὰ χρήματα 9. 81· τὰ γέρρα 9. 99· λίθους καὶ ξύλα Θουκ. 6. 99· εἰς μίαν οἴκησιν πάντα χρήματα Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καλιὰν ἐκ δένδρων Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40· πνεῦμα σ. τὴν χιόνα Ξεν. Κυν. 8, 1· αἰτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας σ. Δημ. 230. 6· λόγους Λουκ. Ἁλιεὺς 22. ― Μέσ., συλλέγω δι’ ἐμαυτόν, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 25· ἐπὶ πτηνῶν κτιζόντων φωλεάς, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 7. ― Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, ἀντίθετ. τῷ διαφορεῖσθαι, Πλάτ. Νόμ. 693Α· ἵππος εἰκῇ ξυμπεφορημένος, κακῶς ἐσχηματισμένος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 253Ε· ξυμπεφορημένη, συγκεχυμένη (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συμφορά), ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 64Ε· ― ἐπὶ ποταμῶν, ἔνθα μὲν Ἀπιδανὸς μέγας καὶ δῖος Ἐνιπεὺς ἄμφω συμφορέονται, ἀπόπροθεν εἰς ἓν ἰόντες Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 39, πρβλ. Δ. 134.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. ξυμπεφορημένος;
apporter ensemble, d’où
1 rassembler, acc.;
2 construire de matériaux apportés ensemble : καλιάν LUC un nid.
Étymologie: σύμφορος.

Greek Monotonic

συμφορέω: μέλ. -ήσω, φέρνω μαζί στο ίδιο σημείο, συγκεντρώνω, συναθροίζω, συλλέγω, συνάγω, συσσωρεύω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., συνάγομαι, συλλέγομαι, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφορέω, Att. ook ξυμφορέω [συμφορά] Ion. imperf. συνεφόρεον Hdt. 9.83.2. bijeenbrengen, ophopen, verzamelen:; τὰ χρήματα de buit Hdt. 9.81.1; λίθους καὶ ξύλα stenen en hout Thuc. 6.99.1; met εἰς + acc. naar of op (een plaats). samenstellen, in elkaar zetten: ptc. perf. pass.. εἰκῇ συμπεφορημένος in elkaar geflanst Plat. Phaedr. 253e.

Russian (Dvoretsky)

συμφορέω: сносить (в одно место), собирать, сосредоточивать (ἐς ἕνα χῶρόν τι Her.; τὴν χιόνα Xen.): σ. λοιδορίας Dem. нагромождать, клевету; εἰκῆ ξυμπεφορημένος ἵππος Plat. неважного (досл. кое-какого) сложения конь; ἡ ἄκρατος συμπεφορημένη σύγκρασις Plat. беспорядочная смесь.

Middle Liddell

fut. ήσω
to bring together, to gather, collect, heap up, Hdt., Thuc., etc.:—Pass. to be collected, Plat.