ἀσάω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
[ᾰς], Thgn.593; elsewh. Pass. ἀσάομαι, imper. ἀσῶ, part. ἀσώμενος: aor. ἠσήθην : (ἄση):—orig.
A glut oneself, take a surfeit, and so perh. in Sapph.Supp.2.7; but usu., feel loathing or nausea, caused by surfeit, ἀσᾶται Hp.Morb.Sacr.25, Int.35; of pregnant women, Arist.HA584a22: metaph., to be disgusted or vexed at a thing, c.dat., μηδὲν ἄγαν χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα Thgn.657, cf. 593; ὅταν δέ τι θυμὸν ἀσηθῇς Id.989; ἄσαιο Sapph. l. c.; ἐδίζητο ἐπ' ᾧ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη Hdt.3.41; ἀσώμενος ἐν φρεσί Theoc.25.240; Aeol. ἀσάμενοι [σᾱ] disgusted, Alc.35.—Never in good Att.; in later Prose, πολλὰ ἀσώμενοι καὶ ἀδημονοῦντες Ph.Fr.74 H.
German (Pape)
[Seite 369] übersättigen, Ueberdruß erregen, Theogn. 592. Sonst dep. pass., sich übersättigen, Ekel empfinden, keinen Appetit haben, Hippocr., wo auch ἀσσάομαι geschrieben wird; übertr., ἐδίζετο, ἐπ' ᾡ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη Her. 3, 41, was vorher ἀλγέω, betrüben; φρένα ἀσᾶσθαι χαλεποῖς, im Geiste unwillig sein über, Theogn. 657; ἀσώμενος ἐν φρεσί Theocr. 25, 240.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάω: [ᾰσ], ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. ἀσάομαι, προστ. ἀσῶ, μετοχ. ἀσώμενος: ἀόρ. ἠσήθην: (ἄση): - αἰσθάνομαι ἀηδίαν ἢ ναυτίαν ἐκ πολυφαγίας ἢ κραιπάλης ἢ ἄλλης αἰτίας· ἀσᾶται Ἱππ. 309, 15., 551. 17· ἀσῶνται, ἐπὶ γυναικῶν ἐν ἐγκυμοσύνη, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 4, 6: - μεταφ., ἀνιῶμαι, θλίβομαι, μετὰ δοτ., μηδὲν ἄγαν χαλεποῖσιν ἀσῶ φρένα μηδ’ ἀγαθοῖσιν χαῖρ’ Θέογν. 657· μήτε κακοῖσιν ἀσῶ τι λίην φρένα, (κατὰ Bgk. ἀντί, ἀσῶντα, ὅπερ ἄλλως θὰ ἦτο παράδειγμα τῆς χρήσεως τοῦ ἐνεργητικοῦ), αὐτόθι 593· ὅταν δέ τι θυμὸν ἀσηθῇς αὐτόθι 989· ἐδίζητο ἐπ’ ᾧ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη Ἡρόδ. 3. 41· ἀσώμενος ἐν φρεσὶ Θεόκρ. 25. 240· ἀνθ’ οὗ ἔχομεν τὸν Αἰολικὸν τύπον ἀσάμενοι [ἀσᾶ] ἀηδισθέντες, Ἀλκαῖος 29. - οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
rassasier ; d’ord Pass. ἀσάομαι-ῶμαι être rassasié, être dégoûté, se dégoûter, avoir un sentiment de dégoût : ἀ. τὴν ψυχὴν ἐπί τινι HDT avoir dans l’âme du dégoût ou du chagrin de qch.
Étymologie: ἄση.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [lesb. atem. med. pres. opt. ἄσαιο Sapph.3.7, part. ἀσάμενοι Alc.335.2]
I intr. gener. en v. med. o med.-pas.
1 quedar saciado, harto Sapph.l.c., de donde sentir náusea por empacho Hp.Morb.Sacr.15.4, de mujeres encintas, Arist.HA 584a22.
2 fig. sentir disgusto, angustiarse προκόψομεν γὰρ οὐδὲν ἀσάμενοι Alc.l.c.
•c. ac. ὅταν δέ τι θυμὸν ἀσηθῇς Thgn.989, ἐδίζητο ἐπ' ᾧ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη Hdt.3.41, ἀσώμενος ἐν φρεσί Theoc.25.240, πολλὰ ἀσώμενοι Ph.Fr.74, tb. en v. act. μηδὲ ἄσα τὸ θανεῖν no te angusties ante la muerte, MAMA 8.361.7 (Pisidia).
II tr. en v. act. angustiar, dejar angustiarse μήτε κακοῖσιν ἀσῶντα λίην φρένα sin angustiar demasiado tu corazón por las desgracias Thgn.593. • DMic.: -a-se-so-si
Greek Monotonic
ἀσάω: μόνο σε Παθ., βλ. ἀσάομαι.