ἐχεμυθέω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A to hold one's peace, Ph.1.309, al., J.BJ 1.24.1, Luc.DDeor.21.2; τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα things unspoken, Iambl.Protr.21; a Pythagorean word, εἰ δύνανται ἐ. Id.VP 20.94.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich halten, verschwiegen sein, Luc. D. D. 21, 2 u. öfter; τὰ ἐχεμυθούμενα καὶ ἀπόῤῥητα Iambl., nach dem Pythagoras bes. das Wort brauchte, V. Pyth. 94.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεμῡθέω: σιγῶ, σιωπῶ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα, πράγματα μὴ λεγόμενα, κρατούμενα μυστικά, Ἰαμβλ. Προρ. σ. 310· λέξις Πυθαγόρειος, ὁ αὐτ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 94.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être silencieux, discret.
Étymologie: ἐχέμυθος.
Greek Monotonic
ἐχεμῡθέω: μέλ. -ήσω, φυλάσσω μυστικό, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχεμῡθέω: хранить молчание Luc.