ἀποχωλεύω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A make quite lame, X.HG7.2.9, Oec.11.17.
German (Pape)
[Seite 336] ganz lahm machen, Xen. Hell. 7, 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωλεύω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς χωλόν, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 9· Οἰκ. 11, 17.
French (Bailly abrégé)
rendre tout à fait boiteux ; Pass. être tout à fait estropié ou boiteux.
Étymologie: ἀπό, χωλεύω.
Spanish (DGE)
dejar cojo de caballos, X.HG 7.2.9, μὴ ἀποχωλεῦσαι τὸν ἵππον X.Oec.11.17.
Greek Monolingual
ἀποχωλεύω (Α)
καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, αποκουτσαίνω.
Greek Monotonic
ἀποχωλεύω: μέλ. -σω, καθιστώ κάποιον εντελώς χωλό, κουτσό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχωλεύω: делать хромым Xen.