ἐξελληνίζω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
A turn into Greek: ἐ. ὄνομα trace it to a Greek origin, Plu. Num.13; put it in a Greek form, J.AJ1.6.1. II intr., to be good Greek, Anon.in SE63.37.
German (Pape)
[Seite 876] ganz griechisch machen, ὄνομα Plut-Num. 13; ins Griechische übersetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελληνίζω: μεταβάλλω εἰς Ἑλληνικόν, ἐξελληνίζω ὄνομα, δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
faire remonter à une origine grecque.
Étymologie: ἐξ, ἑλληνίζω.
Greek Monolingual
(AM ἐξελληνίζω)
1. μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα ή κάτι σε ελληνικό
2. δίνω σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)
μσν.
μεταφράζω στα Ελληνικά.
Greek Monotonic
ἐξελληνίζω: μέλ. -σω, κάνω κάτι ελληνικό, του προσδίδω ελληνική καταγωγή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελληνίζω: выводить из греческого языка, объявлять греческим (ὄνομά τι Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
to turn into Greek, to trace to a Greek origin, Plut.