ἰσχυροποιέω

From LSJ
Revision as of 09:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροποιέω Medium diacritics: ἰσχυροποιέω Low diacritics: ισχυροποιέω Capitals: ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: ischyropoiéō Transliteration B: ischyropoieō Transliteration C: ischyropoieo Beta Code: i)sxuropoie/w

English (LSJ)

   A strengthen, τὴν δύναμιν D.S.17.65; τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7; τόπον J.AJ15.8.5; στόμαχον [Gal.]14.752; establish, τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.:—Med., Onos.21.2:—Pass., ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16; τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid, ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201.

German (Pape)

[Seite 1273] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροποιέω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fortifier.
Étymologie: ἰσχυρός, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχῡροποιέω: укреплять, усиливать, подкреплять (τὴν δύναμιν Diod.; τὴν ἐπικράτειάν τινος Polyb.): ὅτε ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμόν Arst. с повышением температуры.