ὑπολανθάνω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A lie concealed under, Ael.VH3.1, Lyd.Ost.9b.
German (Pape)
[Seite 1223] (s. λανθάνω), darunter versteckt od. verborgen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολανθάνω: μέλλ. -λήσω, κεῖμαι ὑποκεκρυμμένος, λανθάνω ὑπάρχων ὑποκάτω, «καὶ ἐκείνη μὲν (δηλ. ἡ σμῖλαξ) ὑπολανθάνει, ὁρᾶται δὲ τὸ χλοάζον πᾶν» Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, Φωτ. Ἐπιστ. 32, 5. ΙΙ. διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, εἰ καὶ τοὺς πολλοὺς ὑπολανθάνει αὐτόθι 201, 29.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπολήσω, ao.2 ὑπέλαθον, etc.
être caché sous.
Étymologie: ὑπό, λανθάνω.
Greek Monolingual
ὑπολανθάνω ΝΜΑ λανθάνω
νεοελλ.-μσν.
υπάρχω χωρίς να γίνομαι φανερός, χωρίς να φαίνομαι, υπάρχω σε λανθάνουσα κατάσταση
μσν.-αρχ.
είμαι κρυμμένος αποκάτω (α. «ὑπολανθάνουσαι παρ' αὐτῶν αἰτίαι», Φώτ.
β. «καὶ ἐκείνη μὲν ὑπολανθάνει, ὁρᾱται δὲ χλοάζον πᾱν [ἡ σμῑλαξ]»,Αιλ.).