κυνοκλόπος
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ὁ, A dog-stealer, Ar. Ra.605.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.
Greek Monolingual
κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].
Greek Monotonic
κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοκλόπος: ὁ собакокрад (ирон. эпитет Геракла, вытащившего из Аида на поверхность земли Кербера) Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοκλόπος -ου, ὁ [κύων, κλέπτω] hondendief.