θεόταυρος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ὁ, A god-bull, a name for Zeus, Mosch.2.135.
German (Pape)
[Seite 1198] ὁ, Gottstier, der in einen Stier verwandelte Zeus, Mosch. 2, 131.
Greek (Liddell-Scott)
θεόταυρος: ὁ, ὁ θεὸς καὶ ταῦρος, ὄνομα τοῦ Δία, Μόσχ. 2. 131.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu-taureau (Zeus).
Étymologie: θεός, ταῦρος.
Greek Monolingual
θεόταυρος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Διός που μεταμορφώθηκε σε ταύρο) θεός και ταύρος μαζί.
Greek Monotonic
θεόταυρος: ὁ, ο θεός-ταύρος, προσωνύμιο του Δία, σε Μόσχ.