πάγκλαυστος

From LSJ
Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκλαυστος Medium diacritics: πάγκλαυστος Low diacritics: πάγκλαυστος Capitals: ΠΑΓΚΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: pánklaustos Transliteration B: panklaustos Transliteration C: pagklafstos Beta Code: pa/gklaustos

English (LSJ)

or πάγ-κλαυτος, ον,    A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th.368 (lyr.), Pers.822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El.1085(lyr.).    II Act., all-tearful, Id.Tr.652, Ant. 831 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 435] oder πάγκλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκλαυστος: ἢ κάλλιον -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., ὅλως δακρύων πλήρης, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui pleure sans cesse.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.

Greek Monolingual

πάγκλαυστος και πάγκλαυτος, -ον (Α)
1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.)
2. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλαυ(σ)τός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυ(σ)τος].

Greek Monotonic

πάγκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον (κλαίω
I. αυτός που είναι αξιοθρήνητος σε όλα, εντελώς αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που είναι γεμάτος δάκρυα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάγκλαυστος:
1) полный горя (ἄλγεα Aesch.; αἰών Soph.);
2) всегда омоченный слезами (ὀφρύς Soph.);
3) вечно льющий слезы, безутешный (δάμαρ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκλαυ(σ)τος -ον [πᾶς, κλαίω] door allen bejammerd; een en al tranen.

Middle Liddell

πάγκλαυστος, ορ -κλαυτος, ον, κλαίω
I. all-lamented, most lamentable, Aesch., Soph.
II. act. all tearful, Soph.