ἐγκαθορμίζομαι
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
Med., A run into harbour, come to anchor, αὐτόσε Th.4.1, cf. D.C.48.49: aor. Pass., Arr.An.2.20.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθορμίζομαι: μέσ., εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, ἀγκυροβολῶ, αὐτόσε Θουκ. 4. 1, πρβλ. Δίωνα Κ. 48. 49· οὕτως ἀόρ. παθ., Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 20, 8.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθορμίσομαι;
entrer dans le port.
Étymologie: ἐν, καθορμίζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. en v. act. Gr.Nyss.Eun.3.7.1, Anon.Mirac.Thecl.15.40, Ast.Am.Hom.4.4.3]
1 intr. fondear, echar el ancla (νῆες) αὐτόσε ἐγκαθορμισάμεναι Th.4.1, cf. Apollod.1.9.23, ἀνέφηνεν ... τῷ πελάγει ἐγκαθορμίζεσθαι Philostr.Her.71.11, ὡς δ' οὐδεὶς αἰγιαλὸς ἐγκαθορμίσασθαι αὐτοῖς ἀσφαλὴς εὑρίσκετο D.C.48.49.5, cf. Arr.Ind.40.10, ὡς μὴ ἐς τῶν λιμένων τινὰ ἐγκαθορμισθῆναι τῶν πολεμίων τὸν στόλον Arr.An.2.20.8, fig. ὥσπερ λιμέσιν εὐδίοις ... ταῖς ἀκοαῖς τῶν μανθανόντων ὁ λόγος ἐγκαθορμίζεται Basil.Hom.23.1.
2 tr. en v. act. fondear, anclar la nave (τὴν ναῦν) ἐκείνοις ... τοῖς τόποις Anon.l.c., en sent. fig. τῷ λιμένι τῆς ἀληθείας ... τὸν λόγον Gr.Nyss.l.c., de un río que deja sus aguas en el mar μέχρις ἂν ὁ τελευταῖος (ποταμός) τῷ βάθει καὶ τῷ πλάτει τῆς θαλάσσης ἐγκαθορμίσῃ τὸ ὕδωρ Ast.Am.l.c.
Greek Monotonic
ἐγκαθορμίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., εισέρχομαι στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, αγκυροβολώ, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθορμίζομαι: входить в порт, становиться на якорь (ἐγκαθορμισάμεναι αὐτόσε αἱ νῆες Thuc.).
Middle Liddell
fut. attic ιοῦμαι
Mid. to run into harbour, come to anchor, Thuc.