εὐτράπεζος

From LSJ
Revision as of 20:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτράπεζος Medium diacritics: εὐτράπεζος Low diacritics: ευτράπεζος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: eutrápezos Transliteration B: eutrapezos Transliteration C: eftrapezos Beta Code: eu)tra/pezos

English (LSJ)

ον,    A with good table, hospitable, ἀνδρῶνες A.Ag.244 (lyr.); of persons, Plu. CG19.    2 luxurious, βίος E.Fr.670.2; of men, Eriph.6; dainiy, sumptuous, ἀγορά Plu.2.667c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπεζος: -ον, ἔχων καλὴν τράπεζαν, φιλόξενος, ἀνδρῶνες Αἰσχύλ. Ἀγ. 243· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19. 2) ἁβρός, ἁβροδίαιτος, τρυφηλός, βίος Εὐρ. Ἀποσπ. 672· ἐπὶ ἀνδρῶν, εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων τροφαὶ Ἔριφος ἐν «Πελταστῇ» 1 (Ἀθήν. 137D)· ἐπὶ ἐδεσμάτων, δαπανηρός, πολυτελής, Πλούτ. 2. 667C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont la table est bien servie :
1 hospitalier;
2 somptueux, recherché (genre de mets, etc.);
II. bon pour le service de la table.
Étymologie: εὖ, τράπεζα.

Greek Monolingual

εὐτράπεζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος
αρχ.
1. αβροδίαιτος, μαλθακός
2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].

Greek Monotonic

εὐτράπεζος: -ον (τράπεζα), φιλόξενος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπεζος:
1) хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);
2) изысканный, отборный (ἀγορά Plut.);
3) роскошный (βίος Eur.).

Middle Liddell

εὐ-τράπεζος, ον τράπεζα
hospitable, Aesch.