αὐτόμολος
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ον,
A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly, 2 as Subst., deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.; παρά τινος X.An.1.7.2; γυνὴ αὐ. Hdt.9.76. Adv. -λως treacherously, S.Fr.691.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμολος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἄκλητος ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· παρά τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ αὐτόμολος Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient de soi-même ; particul. transfuge, déserteur, qui passe d’un camp dans un autre.
Étymologie: αὐτός, μολοῦμαι, de βλώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que va por propia iniciativa, voluntariamente πείσαντα ... πολείτας (sic) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente, LW 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.H.3.360, ταῦρος AP 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.Marcell.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.
2 subst. desertor, tránsfuga ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.An.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.Asp.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.HE 2.5
•οἱ Αὐτόμολοι Los Desertores tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.
II adv. -ως traidoramente s. cont., S.Fr.691.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].
Greek Monotonic
αὐτόμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πηγαίνει από μόνος του, απρόσκλητος· ως ουσ., λιποτάκτης, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόμολος:
I 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный (πόθος Anth.).
II ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.
Middle Liddell
μολεῖν
going of oneself, without bidding: as Subst. a deserter, Hdt., attic