τόρνευμα
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ατος, τό, A whirling motion, as of a lathe; cf. τόρευμα 11. 2 pl., turner's chips or shavings. Hp.Ulc.12, IG11(2).287A23 (Delos, iii B. C.), Dsc. 1.80, Ruf.Ren.Ves.8.5.
Greek (Liddell-Scott)
τόρνευμα: τό, κίνησις περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. τόρευμα. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν τορνεύω
νεοελλ.
1. η τόρνευση, το τορνάρισμα
2. το αποτέλεσμα του τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο
μσν.-αρχ.
στον πληθ. τὰ τορνεύματα
τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα
αρχ.
η περιστροφική κίνηση του τόρνου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια κίνηση.