γενέτωρ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = father, progenitor, γενέτης, πόντος γ. νεφέων ἀνέμων τε Xenoph. 30.5, cf. Hdt.8.137; γ. πατήρ E.Ion136 (lyr.), cf. IG5(1).540 (Lacon.), 14.1565, Arist.Mu.397b21, 399a31; Ἀπόλλων ὁ γ. Id.Fr.489; Ἁδριανῷ γενέτορι IGRom.4.562 (Aezani).
Greek (Liddell-Scott)
γενέτωρ: -ορος, ὁ, = γενέτης, Ἡρόδ. 8. 137, Εὐρ. Ἴωνι 136, Συλλ. Ἐπιγρ. 1408, 6224, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 4 και 22· Ἀπόλλων ὁ γ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 447· Ἀδριανῷ γενέτορι Συλλ. Ἐπιγρ. 3841. (Πρὸς τὰ γενέτωρ, γενέτειρα, πρβλ. τὰ Λατ. genitor, genitrix, Σανσκρ. ganit âr, ganitî).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
1 père;
2 aïeul, ancêtre.
Étymologie: cf. lat. genitor.
Greek Monolingual
γενέτωρ (-ορος), ο (AM)
1. γεννήτωρ, πρόγονος
2. (για τους θεούς) ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-τωρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].
Greek Monotonic
γενέτωρ: -ορος, ὁ = γενέτης, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γενέτωρ: ορος adj. m произведший на свет, породивший (πατήρ Eur.).
ορος ὁ
1) родитель, отец Eur., Arst., Plut.;
2) пращур, предок Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενέτωρ -ορος, ὁ [~ γίγνομαι verwekker, (voor)vader; overdr.. μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε de grote zee is de verwekker van wolken en winden Xenoph. B 30.5.