ἐνίσχω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
A = ἐνέχω:—Med., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plu.Cic.35:—Pass., to be held fast, Hdt.4.43; προχοῇσιν A.R. 1.11; ἔν τινι v.l. for ἐνεχ- in X.An.7.4.17; of phlegm, etc., to be impacted, χυμοὶ ἐνισχόμενοι Gal.15.221
German (Pape)
[Seite 846] = ἐνέχω, festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ πλοῖον οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσθαι Her. 4, 43; Sp., z. B. πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίσχω: ἐνέχω: Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, ἐνέχειν, κρατεῖν αὐτὴν ἐντός, Πλουτ. Κικ. 35: - Παθ., κρατοῦμαι, ἐμποδίζομαι, τὸ πλοῖον τὸ πρόσω οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν, ἀλλ’ ἐνίσχεσθαι Ἡρόδ. 4. 43· τινι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 11· ἔν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
arrêter ; Pass. être arrêté, entravé;
Moy. ἐνίσχομαι contenir, modérer : τὴν φωνήν PLUT sa voix.
Étymologie: ἐν, ἴσχω.
Greek Monolingual
ἐνίσχω (AM)
άλλ. τ. του ενέχω
1. κρατώ μέσα, συγκρατώ
ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.)
2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῑς σταυροῑς», Ξεν.).
Greek Monotonic
ἐνίσχω: = ἐνέχω· Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, εμποδίζω τη φωνή να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, κρατιέμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίσχω: Her., Xen., Plut. = ἐνέχω.
Middle Liddell
= ἐνέχω
Mid., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plut.:—Pass. to be held fast, Hdt., Xen.