κυματωγή

From LSJ
Revision as of 10:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτωγή Medium diacritics: κυματωγή Low diacritics: κυματωγή Capitals: ΚΥΜΑΤΩΓΗ
Transliteration A: kymatōgḗ Transliteration B: kymatōgē Transliteration C: kymatogi Beta Code: kumatwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἄγνυμι)    A place where the waves break, beach, Hdt. 4.196,9.100, Luc.Herm.84, etc.: in pl., Democr.164.

German (Pape)

[Seite 1530] ἡ, Wogenbruch (ἄγνυμι) Brandung, die Stelle am Gestade, wo sich die Wellen brechen; Her. 4, 196. 9, 100; Luc. Navig. 9 u. öfter. Der Accent κυματώγη ist falsch, s. Lob. Paralip. p. 380.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτωγή: ἡ, (ἄγνυμι) μέρος ἔνθα τὰ κύματα θραύονται, ἡ ἀκτή, Ἡρόδ. 4. 196., 9. 100, Λουκ. Ἑρμότ. 84, κτλ. (Πρβλ. κυματοαγής.)

Greek Monolingual

η (Α κυμοτωγή)
το σημείο της ακτής όπου σπάζουν τα κύματα
νεοελλ.
το σπάσιμο τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυματο-αγή με συναίρεση < κῦμα, -α-τ-ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτωγή: ἡ (ἄγνυμι), μέρος στο οποίο ξεσπούν τα κύματα, παραλία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτωγή:ἄγνυμι место, где разбиваются волны, взморье Her., Luc., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματωγή -ῆς, ἡ [κῦμα, ἄγνυμι] branding.

Middle Liddell

κῡμᾰτ-ωγή, ἡ, ἄγνυμι
a place where the waves break, the beach, Hdt.