ἐπιτευκτικός

From LSJ
Revision as of 20:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτευκτικός Medium diacritics: ἐπιτευκτικός Low diacritics: επιτευκτικός Capitals: ΕΠΙΤΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiteuktikós Transliteration B: epiteuktikos Transliteration C: epitefktikos Beta Code: e)piteuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A able to attain or achieve, ἕξις ἐ. τῶν βελτίστων Arist.MM1199a8, cf. Phld.Vit.p.24J. ; σύνεσις ἐ. τοῦ μετρίου D.H.Pomp.5, cf. Arr.Epict.3.12.5. Adv. -κῶς Phld.Rh.1.74S.    2 abs., successful, effective, φάρμακον Paul.Aeg. 3.78 ; ζῆλος Plb.10.22.7.    b Subst. -κόν, τό, spell, charm for securing success, PMag.Leid.W.8.28 (pl.).    II advantageous, favourable, χώρα Plb.2.29.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 991] ή, όν, zum Erreichen seiner Absicht geschickt, zum Erlangen geeignet, glücklich, ζῆλος Pol. 10, 25, 7; χώρα ἐπιτευκτικωτάτη, günstigste, Pol. 2, 29, 2. – Akt. erreichend, treffend, τινός, D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτευκτικός: -ή, -όν, (ἐπιτυγχάνω) ὁ δυνάμενος νὰ ἐπιτύχῃ, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 3, 1, Διον. Ἁλ. π. Πομπ. 5. 2) ἀπολ., ἐπιτυχής, ἀποτελεσματικός, φάρμακον Παῦλ. Αἰγ. 3. 78· ζῆλος Πολύβ. 10. 25, 7. ΙΙ. ἀσφαλής, τὴν ἐπιτευκτικωτάτην (δηλ. χώραν) ὁ αὐτ. 2. 29, 3.

Spanish

práctica para tener éxito

Greek Monolingual

ἐπιτευκτικός, -ή, -όν (Α) επιτευκτός
1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.)
2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν ἐμβιβάσας», Πολ.)
3. (για τόπο) κατάλληλος για κάτι, ιδίως για άμυνα, ασφαλής («τὴν ἐπισφαλεστάτην εἴχον χώραν... ἢ τοὐναντίον τὴν ἐπιτευκτικωτάτην», Πολ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτευκτικόν
το θέλγητρο για την εξασφάλιση επιτυχίας.
επίρρ...
ἐπιτευκτικῶς (Α)
με επιτηδειότητα, εύστοχα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτευκτικός:
1) способный достичь, могущий выполнить (ἕξις τῶν βελτίστων ἐ. Arst.);
2) достигающий цели, преуспевающий (ζῆλος Polyb.);
3) доступный, удобопроходимый, благоприятный (χώρα Polyb.).