προσκαταπλάσσω
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
A apply as a plaster, Heras ap. Gal.12.819, Paul.Aeg.3.81, Paraphr. Poet.de herb.86.
Greek Monolingual
ΜΑ
βάζω κατάπλασμα επί πλέον, εφαρμόζω ως έμπλαστρο επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπλάσσω «επαλείφω, βάζω έμπλαστρο»].