ἀσυνείκαστος

Revision as of 15:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A not to be guessed, unintelligible, Sch.S. Tr.694.

German (Pape)

[Seite 380] dunkel, Schol. Soph. Tr. 707.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη ναῦς Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no puede compararse παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.
2 ininteligible ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.Tr.694P.
3 inabarcable, inmenso φόρτον Epiph.Const.Haer.56.1
neutr. subst. τὸ ἀ. inmensidad τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.Trin.1.15.37.
II adv. -ως sin parecido ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.Trin.2.7.3.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) συνεικάζω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος
νεοελλ.
1. απροσδόκητος, ανέλπιστος
2. ασύνετος
3. άπληστος.