κακκαβίζω
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
A cackle, of partridges, Arist.HA536b14, Thphr.Fr.181; of doves and partridges coupled, Chrysipp.Stoic.3.180; of owls, hoot, Ar.Lys.761 (v.l. κακ-άζω):—also κακκάζω, Hsch. Cf. κικκαβαῦ.
German (Pape)
[Seite 1298] schreien, gackern, von den Rebhühnern, Arist. H. A. 4, 9, Theophr. bei Ath. IX, 399 a, Poll. 5, 89, vgl. τιττυβίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κακκᾰβίζω: ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περδίκων, «κακκαρίζω», τῶν περδίκων οἱ μὲν κακκαβίζουσιν οἱ δὲ τρύζουσιν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 4. 9, 18, Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 390Α· ἐπὶ γλαυκῶν, γλαυκῶν… κακκαβιζουσῶν ἀεὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 761· ― ὡσαύτως κακκάζω, «κακκάζειν· τὰς ὄρνις τὰς πρὸς τὸ τίκτειν φθεγγομένας Ἀττικοὶ» Ἡσύχ.: πρβλ. κικκαβαῦ.
Greek Monolingual
(Α κακκαβίζω) κακκάβη (II)]
κακαρίζω σαν πέρδικα.
Russian (Dvoretsky)
κακκᾰβίζω: (о куропатках) кудахтать (πέροικες κακκαβίζουσιν Arst., Plut.).