κατάκλησις
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
εως, ἡ, A summoning by name, Ph.2.388. 2 summoning of the whole body of citizens, incl. rural population, πρὸς ἐπίσκεψιν μείζονα τῶν πραγμάτων, opp. ἐκκλησία, Ammon.Diff.p.47 V. 3 invocation of the gods, Ph.2.342, Arr.An.5.2.7, Poll.1.29. II recalling, D.S. 13Arg. (nisi leg. μετάκλησις) ; ἡ [τῆς θεοῦ] κ. CIG6850A.
German (Pape)
[Seite 1353] ἡ, das Einberufen der außer der Stadt auf dem Lande wohnenden Bürger, Ammon. – Θεῶν, Anrufen, Poll. 1, 29. – Das Zurückberufen, D. Sic. 13 argum.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλησις: -εως, ἡ, σύγκλησις καὶ τῶν μὴ ἐνδημούντων πολιτῶν, Ἀμμών. σ. 47, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τῆς ἐκκλησίας εἰς ἣν συνήρχοντο μόνον οἱ Ἀθηναῖοι. 2) ἐπίκλησις τῶν θεῶν (κυρίως ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβῶσι καὶ βοηθήσωσι), Συλλ. Ἐπιγρ. 6850Α, Πολυδ. Α΄, 29. ΙΙ. ἀνάκλησις, Διόδ. 13, σ. 539 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον μετάκλησις).
Greek Monolingual
κατάκλησις, ἡ (AM) κατακαλώ
μσν.
ομορφιά, γοητεία
αρχ.
1. ονομαστική κλήση
2. η κατακλησία
3. η επίκληση τών θεών
4. η ανάκληση, η ικεσία
5. η επωδή.